skip to main |
skip to sidebar
Τα χέρια μένουν ασταθή,
μέσα σε μεσήλικες σιωπές.
Πίσω απο τους τοίχους
υγρασία που διεισδύει στις αρθρώσεις.
Τα πλάσματα της νύχτας
κατοικούν στο μυαλό.
Κι αυτός ο χειμερινός ο ήλιος τα ενοχλεί.
Εθισμένος κατοικώ στην παραζάλη του.
Όλο λείπω.
Κόσμος κοιτάει να λείπω.
Κόσμος κοιτάει.
Το κενό κουνιέται μπροστά τους.
Ανάμεσα στα λαμπιόνια των μαγαζιών
χάνονται τα μάτια στη θαμπάδα.
Οι φίλοι φώτα.
Οι φίλοι απένταροι.
Οι φίλοι κουρασμένες κουβέντες στο κρύο.
Αποχαιρετιόμαστε σαν κατάδικοι
σ'έναν αέρα αγρίμι.
Κόσμος μας κοιτάζει να λείπουμε.
Παρακολουθούν τις απουσίες μας.
Τα παλιά μας μπουφάν στα στενά
μια αγκαλιά στοργικό ύφασμα
που δεν αντέχει μαχαιρώματα.
Οι νύχτες μαχαιρώματα.
Και η νύχτα ύφασμα.
Εκπαιδεύει τα πλάσματά της
να κατοικούν στο μυαλό.
Τα χέρια στις τσέπες ψάχνουν γαλαξίες.
Με μανία ξύνουν το ύφασμα.
Τα αμάξια πίσω απ'τη λεωφόρο αναζητούν θύματα.
Ένας άλλος κόσμος εκτείνεται.
Πίσω απ'τα μπαρ τα βλέμματά τους ακολουθούν τις κινήσεις μας.
Κάτω απ'τη λεωφόρο παλεύω
να ξεχυθώ
να μάθω.
Και το βράδυ,
τα φώτα των δρόμων,
στέκονται θαμπά
και κόντρα:
Νυχτερινά φώτα του χειμώνα.
Δικάζουνε:
Εμάς,
το σκοτάδι,
τις απουσίες.
----
υγ1: Αλλοτρίωση
υγ2: Αλλοτρίωση vol.2
Ελπίζω.
Ελ_πήζω.
Πρήζω.
Επιζώ.
Πάλι πήζω.
Παραλληλίζω
Πληγή είμαι.
Παγώνω.
Πελαγώνω.
Στα πελάγη,
άγω
αγωνίες
αγνώριστες
αγνώμων
αγκομαχώ
ασφυκτιώ
με σφυγμό
σφύζω
σφαιρικότητα
σφαγής
των selfies σέλφις.
Σαν αίλουρος,
ελίσσομαι.
Ελικοειδώς
ελέγχω
σαν ηλιοτρόπιο
την τροπή
του τρόμου
τετραγωνικά
τεμαχισμένος
τετριμμένα
στην τριβή
[παρα]-τεταγμένος
σαν tetris τέτρις.
Δέκτης διαδοχικών δογμάτων.
Τις νύχτες φαντασιώνομαι φαντάσματα -στο έτσι-
για να συμπληρώνω τα συντρίμμια της ύπαρξης
-της υφαρπαγής
των χρόνων
και των αισθήσεων
της μεταμεσονύκτιας
νιότης.
Αυτό γράφτηκε με το μολύβι σου.
Το συνδετικό μέσο.
Για να πω κάτι για την κοινή μας αγωνία.
Κατοικείς μες το μωβ.
Το μυαλό σου σύννεφο.
Μολύνεσαι πάνω απο πόλεις.
Μωβ.
Γκρεμοτσακίζεσαι.
Διαλύεσαι μέσα στο νερό.
Κατοικείς στο ρυθμό.
Το κεφάλι μου ανακουφίζεις.
Μέσα στο μωβ.
Ιος. Εξαπλώνεσαι.
Απ'το Μεσαίωνα στο μωβ.
Είσαι στο 2050.
Πεθαίνεις και θα υπάρξεις.
Μέσα στο μωβ.
Νυχτερίδα που κλαίει στο στομάχι μου.
Πεταλούδα μωβ και νυχτερίδα.
Νύχτα-νυκταλγία-νύξη:
Στην Ιστορία.
Στροβιλίζεσαι σαν χνότα,
παρασέρνεις τα χόρτα,
τα χορτάρια,
τα λιοντάρια.
Τίποτα δεν έμεινε εδώ.
Σκελετοί και πλακάκια:
εγώ,
εσύ,
το μωβ.
Τα μάτια σου αποκλεισμένα.
Τίποτα δεν έμεινε εδώ.
Εσύ.
Εγώ.
Το μαύρο και το μωβ.
Μέσα σ'αυτήν την ψυχρή κατατονία,
τριγυρνάμε αδέξια,
σαν κακοποιημένοι τσαρλατάνοι.
Τρεμάμενοι κακοποιοί,
τρελαμένοι με κακώσεις.
Μετά απο τα σούτια.
Νευρικά γέλια και παραμιλητά.
Μιλάμε μόνοι στους τοίχους
και ο κλοιός μας είναι μέγγενη στο κεφάλι.
Παραμιλάμε μόνοι.
Είμαστε σκιάχτρα,
που μιλάνε
με τα χτικιά τους.
Είμαστε απομονωμένες.
Που κάνουν συνομιλίες με τους νεκρούς τους.
Μπάσταρδα, μαλακισμένα και κυνικά.
Γελάμε
γελάμε
τρελαμένα.
Εξαφανιζόμαστε από τον κόσμο.
Κάτω από της πόλης τα μνημεία
ο όχλος
μας θέλει νεκρούς.
Πρωτόγονα ένστικτα,
κραυγές
από
μάγισσες:
Έτσι
-θλιβερά-
εξαϋλωνόμαστε
μία-μία.
Ο εγκέφαλος μένει στοιχειωμένος.
Μέσα του
περιφέρεται η σκόνη.
Πρωτόγονοι ψαλμοί
διαχέονται.
Ανασταίνονται,
εντός του.
Μνήμες των νεκρών.
Μνήμες πάλλονται,
σαν ολογράμματα.
Και ουρλιάζουν,
εγκλωβισμένες
στη δίνη
του χρόνου.
Ρέει στον οργανισμό
αδίστακτα
αυτό το οξύ,
που λεπταίνει
την ύπαρξη.
Τακτικές τοξίνες κατατρώνε.
Τακτ βίας.
Τακτ αηδίας.
Μέσα μου. Στον κόσμο.
Οι παλμοί μας σύνορα
μεταξύ φθοράς και ακαμψίας.
Παλμός και νευρόπονος.
Οι φωτιές των δρόμων σύνορα-
μεταξύ ζωής και θανάτου.
Χαμένες
στην ψυχογεωγραφία
της μητρόπολης.
Οι φρικτές φωνές των ανθρώπων
ανάσες με θόρυβο σε καθημερινό μακελειό.
Κι αυτές οι ζωές στη γωνιά των συρμών
με τα θλιβερά τους λάβαρα
καγχάζουν το "τίποτα δεν έχει απομείνει".
Σακατεμένη γενιά στα πεζούλια.
Παροξυσμός στον πολιτισμό της φυλακής.
Σκουπιδοφάγοι, πτωματοφάγοι
κανίβαλοι, νεκρόφιλοι ή ζογκλερ.
Πάνω τους και γύρω τους και μέσα τους
λούζονται με τις ιαχές της εξουσίας.
Και τα παιδιά τα βράδια
θλιβερές αγέλες που δεν συναντήθηκαν ποτέ.
Δεν μας ακούμπησε ή δεν το αισθανθήκαμε( ; ) :
Το ίδιο νεκροσέντονο μας περιβάλλει.
Η ίδια ψύχρα είναι αυτό που μένει.
Το οξύ που ρέει,
και λιώνει,
και λεπταίνει.
Στο μυαλό και την αίσθηση.
Το οξύ: Εγκλεισμός στο σώμα.
Εγκλεισμός στο μέσα.
Σιωπή.
Αυτό το οξύ ρέει αδίστακτα.
Καρδιά μαδημένη στη στάχτη
Κραυγές που σκορπίζουν τη φρίκη
Νεκρός θα κουρνιάσω στο χάος
Με βλέμμα στην πλάνη χαμένο
Πώς μου μιλάς έτσι;
Γιατί με πληγώνεις με βία;
Σου το'πα πως θα'μαι σβησμένος
Έξω απ'τις γωνίες του χάρτη.
Πώς λάμπεις ξανά στο σκοτάδι;
Τα μάτια σου με στοιχειώνουν
Εντός μου αναβλύζουν τα νερά σου
Μέσα στο κεφάλι μου αναπνέεις
Στα χείλη σου υγρά δηλητήρια
Στα μάτια σου ζουμιά τοξικά
Πώς λάμπεις ξανά στο σκοτάδι;
Πώς λάμπεις ξανά στο σκοτάδι;
Σου το'πα πως θα'μαι σβησμένος
Έξω απο τα όρια ετούτης της στιγμής..