Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

σε κάποια βόλτα.



Θερμό αεράκι της Άνοιξης
εσύ χαϊδεύεις όλες τις πληγές
των σωμάτων, της μνήμης ατόφιας.


Όλα γύρω επιπλέουν αόριστα: 
οι παρέες που ανεβαίνουν Μητρόπολη,
οι εναέριες αγκαλιές των αστεριών.


Σέρνουμε μετέωρες τις αγωνίες μας,
κι όλες καλύπτονται με σκόνη και χρόνο.
Γεύσεις απο φιλιά να συμπληρώσουν το κενό.


Το άρωμά σου, ένα φιλί στην ατμόσφαιρα.
Και οι μορφές σου θαμπή αγριάδα,
τσακισμένων φιλοδοξιών και προσμονών.


Μου'πες τα όνειρα είναι άπειρα.
Τότε τα βούτηξα στο σκοτάδι όλα.
Η νύχτα, έγινε η θάλασσά μου.


Αφέθηκα να πέφτω μόνος στα σιωπηλά,
στα βράδια, στον κύκλο, στο τέλμα.
Σαν άρρωστη παραξενιά της ύπαρξης.


Ξημέρωσε.


Πόσο θλιβερά διαχέεται το φως!
Σκορπίζει τα χρώματα στα λουλούδια,
ίδια ζωγραφική οφθαλμαπάτη.


Τα τοπία ξεγυμνώνονται καθάρια
πλαστικές, ψηφιακές απεικονίσεις.
Ένα σύμπαν γεμάτο όνειρα σε όνειρα.

Φυλακές σε φυλακές.


Εδώ, μου είπες, ανασαίνει το βίωμα.
Όλα τα υπόλοιπα είναι ψευδαισθήσεις.
Στο "εδώ" ας σταθούμε, και στο "τώρα".

Τα υπόλοιπα έπονται! Σ'αυτόν τον χάρτινο κόσμο.


Έτσι, ασχοληθήκαμε με τα βάσανα των ανθρώπων...