Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Αποπροσωποποίηση



Εγκεφαλικές μυθοπλασίες,
μυωπική όραση,
δυσκολία αναπνοής.


Οι αισθήσεις απορρυθμισμένες,
πάνω απ'το αόρατο κενό,
σ'απέραντους τόπους, ξένοι με ξένους.
Ηθελημένα.. ή απο συνήθεια.


Το σώμα να κινείται μονάχο,
σε μέρη που κάποτε σκόρπιζε τη σκόνη του.
Σαν άγριο άρρωστο ζώο,
να κινείται απ'τη λύσσα που το τρώει.


Αβεβαιότητα. Έξω απ'τον κόσμο.
Συμπεράσματα σκέψεων που ξεχνιούνται
μέσα στο όργιο χωρίς τον εαυτό.


Μυωπία.
Θολή αναλαμπή, οθόνες που λαμπυρίζουν.
Κι η φιγούρα σου στο βάθος,
μια μνήμη απ'τα παλιά.


Όχι. Ψέμα είναι.
Το σώμα κινείται έξω απ'τον εαυτό.
Ποιός υπήρξε στις μεταμορφώσεις του;
Στις διαδοχικές ψυχώσεις χωρίς τον ίδιο;


Μυθοπλασία.
Βίαιη κρούση στην πραγματικότητα.
Πλαστική παραμόρφωση σαν στίγμα.


Δυσκολία αναπνοής,
για μια ανάσα ελευθερίας.

Να μας τα φέρουν όλα πίσω!
Τους πλαστούς κόσμους.
Τα παιδικά μας όνειρα.



κι άλλα τόσα που ξεχνάω, 

σκυθρωπός σε βουβή ταινία.









"Εκείνο το βράδυ με το βλέμμα καρφωμένο στον ορίζοντα είδαμε πολλά αστέρια να πέφτουν διαγράφοντας τις δικές τους χαοτικές διαδρομές. Κι εμείς μετρούσαμε και ξαναμετρούσαμε, κάναμε ευχές, υπολογίζαμε τις πιθανότητες..."







Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

άρνηση.



Ήταν σ'αυτή την ηρεμία
πίσω απο την επιφάνεια
την θωρακισμένη, της σιωπής,
που μου'παν: 
"Μεγαλώνουμε".
Έτσι διαβάζω.
Στις πλαστικές τις κάρτες με τις ημερομηνίες.
Σε σκουριασμένες γωνιακές πινακίδες οδών.
Στις δικογραφίες έπειτα απ'τα πεσίματα.
Όλη η ζωή, μια δικογραφία.
Ίσως και στις εφημερίδες.
Άλλες παλιές, άλλες πιο πρόσφατες, 
τι σημασία έχει.
Ο χρόνος, φθαρμένο χαρτί.


Κι όσο δε ζει κανείς στο χρόνο που του δόθηκε,
μένει το φως μέσα του παρατημένη στάχτη.


Πλήθος πια αγάλματα παγωμένα
γεμίζουν στάλες κάτω απ'την βροχή του μάταιου.
Το αγιάζι και η μπόρα, πάλι μάταια
όσο τα σύννεφα κουβαλάν επιθυμία,
ενώ στάζουν μόνο εγκατάλειψη.


Ο χρόνος, καμένο χαρτί.
Προσάναμμα σε κρύα δωμάτια.

Όλα γίνονται σε ορισμένα πλαίσια.
Κι ο εγκέφαλος αρνείται τόσο.
Αρνείται να συνεργαστεί. 


Ριμάξανε τα αισθήματα, και τις μέρες και τους νευρώνες,
οι αποστάσεις, και τα σκόρπια ευχολόγια.
Ο εγκέφαλος αρνείται τόσο,
μπροστά απο εικόνες που δεν κατανοεί...


Μα τι να κάνω;
Όταν ζήτησα λίγο χρώμα και καμβά,

και μου δόθηκε μόνο πέτρα και λάσπη και όριο;

-Έναν φαύλο κύκλο.









Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Έλλειψη



Στενά που γυαλίζουν
στον πρωινό ασταθή ήλιο.
Πεζοδρόμια φθαρμένα
απ'το βάρος περαστικών.

Πεζοδρόμια κουρασμένα
απ'τα παπούτσια
και τις λέξεις,
τα χάπια,
και τους εμετούς.


Όλος ο κόσμος, ο δρόμος.
Στην διαρκή του κίνηση
με πορεία προς το μηδέν.
Θηρία που σμίγουν εφήμερα.


Σε σκέφτηκα κάπου στον όχλο,
στις τριβές των αμαξιών που συγκρούονται,
στα νυχτερινά ραντεβού στα πάρκα,
στα πισθάγκωνα δεσίματα, ν'αμύνεσαι.


Σ'ονειρεύτηκα να κατεβαίνεις
στις λεωφόρους των κενών βλεμμάτων.
Να ραγίζεις άψυχες βιτρίνες.
Να μεταμορφώνεις χρόνους και αισθήσεις.


Σ'ονειρεύτηκα.
Δεν ήσουν πουθενά.
Πρωινός εφιάλτης και η ώρα 03.10.
Τα μεταμεσονύκτια φαντάσματα χάνονται,
στις κραυγές και τους χορούς τους.


Η μνήμη είναι το παρελθόν,
και το παρόν,
και το μέλλον.
Ένας άγριος σκύλος.


Ένα φάντασμα χαμένο,
σ'εγκεφαλικές κραυγές,
και μελαγχολικούς χορούς.


Δεν ήσουν πουθενά.









Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Αέναος



"Στροβιλίζομαι.
Γίνομαι σκόνη, αέρας, καπνός
πάνω στους βηματισμούς του χρόνου.
Ιδέα είμαι.


Ένα δελφίνι που χάνεται στο βάθος,
που μετασχηματίζεται σε μνήμες του νερού.
Να πλέει ζωτικό σε νερά.
Να γίνεται αντανάκλαση ουρανού καλοκαιρινού.


Χορεύω σε κυματισμούς του Χάους.
Κόμμάτι χώμα γαλαξιακού αιθέρα.
Κι έπειτα εξαφανίζομαι σαν ανάσα,
μέσα σ'όλα τα γέλια των παιδιών.


Αλλάζω και πρόσωπα.
Όπως η βροχή ρίχνει τα φιλιά της,
ξεπλένω ανελλιπώς τη γη των αισθήσεων.
Υφαίνω το πέπλο των παρορμήσεων.


Ατελές μυθιστόρημα στοιχειωμένο.
Στίχος μισός απο παράπονο.
Γιορτή χωρίς τους καλεσμένους.
Ένα σαράβαλο στο γκρεμό.


Βίωμα και μνήμη που παγώνει στο τότε.
Πυροβολισμός που λάμπει στο σκοτάδι
και η ηχώ του μεταδίδεται...
Επιλέγει, και κατοικεί συνειδήσεις.


Στροβιλίζομαι. Αέναα.
Ιδέα είμαι.


Τα όνειρα είναι πραγματικά, 

μόνο για όσο διαρκούν..."


(αυτά είπε και χάθηκε απο τότε στο σκοτάδι)










Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Το καλοκαίρι έφτασε αργά...



Οι σκόνες κυλάν σε μέτωπα ιδρωμένα,
θερμά χνούδια του ανέμου μεταξύ των μορφών μας.
Ανασφαλή αγκαλιάσματα πίσω απ'τις στάσεις,
και ύπνοι καταναγκαστικοί με αναλγητικά.


Οι γλάροι να πλέουν θλιβερά το σούρουπο
ανάμεσα σε εναέριες μπετόν οροσειρές.
Αστικά τοπία αλλοιωμένα απ'τη ζέστη,
άσφαλτος που ανοίγεται ατέλειωτη τριγύρω.


Πόλη έρημη και νεκρή, βουλιάζει
κάτω απ'το φως των αστεριών.
Σκέψεις που χάνουν το δρόμο
μέσα στο τζόγο των αισθήσεων.



Στα κελιά αυτής της πολιτείας
μαντρώσαμε με κόπο τα όνειρά μας.

Τσαλακωμένα κουτιά μπύρας, γόπες πατημένες:
λίγες ακόμη εναλλακτικές συμβάσεις του κοινού.


Κι αυτό το μωβ του ουρανού
που σκίζουνε τα ράμφη των πουλιών,
με το ηχόχρωμα των κραυγών τους να υπερνικά την πόλη,
μου'πε κάποιος, κάποτε πως λέγεται ουτοπία..



Έτσι όπως τρέμει στο βάθος η θάλασσα,
ένας άλλος κόσμος απο μέσα της καλεί

όλα αυτά που μείναν στάχτες,

και που όλο αναπολώ...







Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Για όλους αυτούς με τα παράξενα ονόματα...



Η βουή ξεχειλίζει απο τα στενά
την ασυνάρτητη του όχλου δίψα.
Φωνές άκαμπτων στομάτων αναμιγνύονται ως εμβατήριο
στις τυχαίες των ματιών συναντήσεις.


Είναι ο πόλεμος που ξεδιπλώνεται
μ'αυτές τις πομπώδεις εμφανίσεις στα παζάρια
σε διαπεραστικά γέλια υποτίμησης.
Όλα κτητικά ένστικτα ασφαλείας.


Μέσα στην στρατιωτική παράνοια
είδαμε τις ζωές να βαλσαμώνονται.
Ζευγάρια απο χέρια σακατεμένα,
να παλεύουν μπότες που τα κλωτσάν...


Τα πρόσωπα σχηματίζουν γωνίες απότομες,
κι η φιγούρα τους αλλοιωμένη να γερνά
υπακούοντας την πειθαρχία της καβάντζας.
Ξεχαρβαλωμένα ηλικιωμένα παιδιά.


Συνηθισμένες υπνωτικές χειραψίες.
Παραμορφωμένα ούλα να ξερνάν υποσχέσεις
μέσα απο μαφιόζικα πούρα δημάρχων.
Κανιβαλισμός χρηματοδοτούμενος- λαός που εκστασιάζεται.


Κάτω στης πόλης τις φαβέλες,
θα δεις αυτούς με τα σακατεμένα χέρια.
Με μωρά παιδιά στους ώμους,
και το νου όλο στο δρόμο...


Είναι οι μάχες που μαίνονται
στα πεζοδρόμια τα ματωμένα,
μεταξύ μαχαιριού και γκλόπ.
Απέναντι σ'επιτροπές κατοίκων και κάμερες...


Κάτω, στης πόλης τις αντιθέσεις,
συνάντησα το σπαστό σου χαμόγελο.
Τον φόβο να προσπαθεί να κρυφτεί
στ'άδεια μπουκάλια στα παγκάκια.


Λύκοι μονάχοι, που χάσανε το δάσος,
το γάλα που τους έθρεψε:

Εμείς,
και η πλατεία...







Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Έτυχε.



Σου'λαχε να χαθείς
στα στενά τα μπαρ
του μαυσωλείου της πόλης


και να εκτονωθείς ίδια έκρηξη
όπως παλιά,
σπάζοντας το περίβλημα της άμυνάς μου..


Εσύ, σακατεμένη ξεγνοιασιά
κάηκες -αστέρι της νυκτός,
φωτίζοντας τα πιο βαθειά σκοτάδια.


Και η κατατονία ανακάθεται στο στήθος
σαν γριά αρρώστια
σ'ανάσες κοφτές -εσώτερες αναθυμιάσεις..


Αυτό ήτανε;
Η γη με βία να με έλκει στο έδαφος. Κουρέλι που σκιρτά.
Πλάι στα τριξίματα απο σάπια κούτσουρα στη φωτιά.


Κι έτσι όπως περνάς το στενό βιαστικά,
δεν ξέρω μες τη ζάλη αν είσαι φάντασμα,
ή τυχαία αναλαμπή του δρόμου.


Αυτό σου'λαχε: Να εμφανιστείς και να χαθείς.
Σε κάποια ομίχλη, κάπου βόρεια,
κάποιου βροχερού Απρίλη βραδιά,
ξεγνοιασιά..








Τρίτη 8 Απριλίου 2014

άλφα- όμικρον.



Ποιά είσαι εσύ;
Και γιατί επίμονα κοιτάζεις;


Στα μάτια σου πλέουν
τα μωβ φώτα της μητρόπολης,
τα μετέωρα νιάτα,
οι ασυνάρτητες υποσχέσεις...


Είναι το σώμα απανθρακωμένο
προϊόν της παλαιότητας,
και κάθε χάδι πάνω του
διαπερνά την επιφάνεια της αίσθησης.


Οι άνθρωποι κούφιες μάζες
στροβιλίζουν γύρω απ'τον ρυθμό
παραμορφωμένων καρδιογραφημάτων.
Σε στατική νευραλγία.


Οι μπότες σου κουβαλάνε πιστά
τα σημάδια όλων των δρόμων.
Των δρόμων που μπλόκαρες
σέρνοντας κάδους φλογισμένους,
απορρυθμίζοντας τα καρδιογραφήματα
της κυκλοφοριακής κανονικότητας...


Και τώρα ψιλή βροχή,
και οι δρόμοι γεμάτοι σειρήνες...


Ποιά είσαι εσύ λοιπόν;
Και γιατί επίμονα κοιτάζεις;


Είναι η μελαγχολία δυνατή,
κι η υγρασία σκαρφαλώνει ολοένα στα μπαλκόνια.


Καλώντας το περιθώριο στον χορό της απόγνωσης...














Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Ανώνυμα...



Μες την είκονα αυτή της πόλης
συγχωνεύθηκαν τα νοήματα:
Οι αρθρώσεις της ημέρας τρίζουν
σε νεκρά βλέμματα, άχαρα.


Το τώρα βυθίζεται σε στάσεις,
σε βήματα προσωρινότητας.
Κενά, υποτονικά αντίο,
σχεδόν ναρκωμένη ανωνυμία.


Και τα γέλια των παιδιών μηχανικά
δίχως συστατικό περιεχόμενο,
έχουν κι αυτά νομιμοποιηθεί,
υπο την επίβλεψη των μπάτσων.


Τι ειρωνεία.
"Πνίγηκαν όλοι μαζί." 
"Κάποιοι διασώθηκαν."
"Λίγοι."


Τους υπόλοιπους τους βύθισαν.
Ή τις βίασαν.
Ή τους έσφαξαν.
"Τα ξέρουμε αυτά."


Οι αρθρώσεις της μέρας τρίζουν.
Ο ήλιος στάζει σε ιδρωμένα χέρια εργατριών.


Αν το μυαλό ράγιζε θανάσιμα,
θα ξεχυνόταν αηδία σ'όλη την ατμόσφαιρα.
Η μυρωδιά της κοινωνίας,
μυρωδιά στρατοπέδου.



Κι είναι η μικρή μας αγάπη μόνο συμπιεσμένη,
στις μέρες που της δόθηκαν άσκοπα.
Απαλά να χαϊδεύεται στις φτερούγες
των περιστεριών στο πεζοδρόμιο.



Μες την εικόνα αυτή, της πόλης,
συγχωνεύθηκαν τα νοήματα:

Αυτοκίνητα περνάν απο πάνω μου,
κι ούτε ευκαίρεσε κανείς να ακούσει..








Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Θέσεις στο κρύο




Να παρασέρνεσαι απ'τον αιθέρα της νύχτας,
σε διαδρομές απρόσμενες.
Το σώμα επίπονα να αφήνεται στους δρόμους,
που χωράνε οι ενδεχόμενες συναντήσεις.

Σενάρια ανθρώπων που βρεθήκαν
στις μελωδίες της υγρής ασφάλτου,
στους ασφυκτικούς ανασασμούς των σκέψεων,
αγρίμια πληγωμένα απ'το σκοτάδι.

Στον καθαρό ουρανό του Γενάρη,
πίσω απ'το ψύχος της πόλης
άφησα ταλαίπωρα τα όνειρά μου
στην καρβουνιά παλιών σπιτιών.

Έτσι οι μέρες ξεθωριάζουν πάλι,
το πνεύμα βυθίζεται εκεί που τελειώνουν
τα φώτα της λεωφόρου.
Οι φωνές χάνονται πριν την κατηφόρα.

Άγνωστο που οδηγεί.

Κι όλοι αυτοί οι κάτοικοι με τα λαμπερά αγωνιώδη μάτια,
εντείνουν το θλιβερό ξημέρωμα,

τις κρύες αυγές που μαζεύονται οι εργάτες στη στάση,
στον αδιέξοδο προορισμό τους...






Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

01/01



Μια στιγμή σαν όλες τις άλλες,
και η πυροδότηση της "εναλλαγής".

Ο ουρανός φωτισμένος,
φωτοβολίδες, πυροτεχνήματα,
άρρωστη αυλαία.

Στα στενά ναρκωμένα χαμόγελα,
να μεθούν μ'ασταθή γέλια,
ν'ανταλλάσσουν αυταπάτες ευχών,
μικροί μασκοφόροι πουδραρισμένοι,
μπερδεύοντας την ιστορική τους θέση.
Συγχέοντας τ'αλλόκοτα βλέμματά τους,
τις έννοιες, και τους συσχετισμούς...

Κι έξω απ'την πόλη όλα ήταν ήσυχα κι ερημικά
στα σκοτεινά τ'άγρια μνήματα.
Στα μάρμαρα που στεγάζουν εδώ και χρόνια
όσους οι μνήμες πασχίζουν να φυλάξουν.

Κι ήταν μόνο ο αέρας νευρικός,
οι νεκροί παγωμένοι στην επιφάνεια της λήθης.
Ήταν όλα ήσυχα και ερημικά για τους νεκρούς.
Ήταν όλα ίδια, και μένουν όλα ίδια για αυτούς και εμας.

Και όλα συνεχίζονται στην ιστορική ροή τους,
με τις ασθένειες που τ'αφήσαμε.