Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Δίχως προορισμό



Μέσα στη βουή της νύχτας,
μας έπλασε η νοσταλγία.
Οι γραμμές των δρόμων
χαοτικές φλέβες της πόλης.
Κραυγές ανθρώπων χαμένων-
αστικές δολοφονίες εν ψυχρώ...


Αυτά τα μέρη μας καταπίνουν,
κι οι ανταμώσεις τα απογεύματα-
σκηνές που δεν επαρκούν.
Βουβές αναπαραστάσεις.


Υγρά φώτα της μητρόπολης,
θαλάσσιες ανακλάσεις,
και τα παιδιά στο λιμάνι
τα τελευταία αγρίμια,
μιας γενιάς ξοφλημένης.
Στο ίδιο λιμάνι που πάντα καταρρέει:
Γράφεται, γκρεμίζεται, γίνεται χορός.


Οι λωρίδες στην άσφαλτο εναλλάσσονται,
σε μια γρήγορη διαδοχή,
στο μουγκρητό μηχανών,
στην ταχύτητα καθημερινών θανάτων,
εσώτερων βιασμών,
αλλοτριώσεων.


Πληγώνομαι,
μέσα στις ψυχώσεις της μάζας
για άνευ όρων σιωπή και συναίνεση.
Κινούμενη σήψη πίσω απο ουρές,
σε κάλπες, αγορές, μηχανήματα.


Όσο βαθιά ο χρόνος
φυτεύει τα τραύματά του,
τα καταφύγια αυτής της πόλης
όλο και λιγοστεύουν.


Μνήμη, είναι ό,τι μελαγχολεί.


Ασταμάτητα τα πτώματά μας κοιτιούνται,
σ'αντικριστά παράλληλα σύμπαντα,
στις ξέχωρες διαδρομές
των μοριακών κατευθύνσεών μας.


Αυτές τις μέρες όλο θυμάμαι
την εξαφάνιση
όσων μπορούσαν
να'ναι φίλοι.


Στο εδώ, και στο τώρα, και στο πάντα.
Έχουμε όλους τους λόγους του κόσμου.


Σ'ένα "πάντα" με θλιβερό παρελθόν,
δίχως προορισμό,
δίχως μεταμέλεια.


Τα καταφύγια αυτής της πόλης έχουν τελειώσει.


Και η κόλαση είμαστε εμείς.


Μόνοι...






Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Διαύγεια.



Ήχοι του νερού που σκάνε.
Επαναλήψεις μέσα στα μπαρ.
Συγχρονισμένη στοργή του ουρανού,
μαζί με φιλικές κουβέντες.


Όλοι τόσο κουρασμένοι
δοθήκαν στην καλοκαιρινή φυγή.
Και το καλοκαίρι, ένα αστείο
μας μεταμόρφωσε σε γέλια.


Μέσα σ'άγριες πρασινάδες
απελευθερώθηκαν οι ανασασμοί.
Κι αυτός ο τόπος του νερού
τ'αγκάλιασε όλα σαν ένα.


Τα θερμά τα βράχια με τον κόσμο,
τις ασυνάρτητες φωνές στα πλάγια,
το θρόισμα, το μελωδικό, το συνεχές,
δημιούργημα μιας διαρκούς δύναμης.


Κάθε πρωί ένα επίμονο τραύμα με ναρκώνει.
Τώρα πια ξέρω όλα που οδηγούν...


Οι ψυχροί αστερισμοί της νύχτας
και οι αρχέγονες απεικονίσεις τους.
Όλα είναι ένα με τα φίδια που σέρνονται
ανάμεσα στις πέτρες τις ξεχασμένες.
Είναι ένα, με την αρμονία της κίνησής τους
και της καρδιάς που ψυχορραγεί
μπροστά σ'αυτήν την όψη.

Ένα απόκοσμο κέρμα η ύπαρξη,
με τα ενδεχόμενά της.


Τα στιγμιότυπα αυτά - σύνθετο σχήμα:
Το βίωμα, ο ήχος, η μνήμη, το βλέμμα.

Δίχως νόημα, δίχως προορισμό,
όλα κατρακυλάνε ανελλιπώς...


Πίσω στα καφενεία ο κόσμος,
ένα άθλιο συνονθύλευμα οπτικών,
αφημένο σε πολιτικά σλόγκαν,
εξετάζει τον τρόπο αυτοκτονίας του...


Κάθε πρωί,
αυτό το επίμονο τραύμα,
ναρκώνει όλα όσα αγαπώ και αισθάνομαι..

Τώρα πια ξέρω..