Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Με αχρηστεύουν



Με κάνουν σαράβαλο.
Τρίζουν τα κόκκαλα. 
Ανοίγουν ρωγμές.

Εξαντλούν τους πόρους μου.
Το μυαλό το βαλτώνει η στέρηση.

Οι ζωτικές λειτουργίες
ρίχνουν παλμούς.

Κάτω απο τα υποτιμητικά βλέμματα.
Με αχρηστεύουν.

Ελέγχεται λεπτομερώς η αντοχή.

Κάθε πρωί
το μίσος
σπινθιρίζει
στο κεφάλι

σαν καύτρα
τσιγάρου
στα ακροδάχτυλα.

Φίλοι βουβοί 
και απόμακροι.

Ζούμε την πτώση
των πάντων.

Χανόμαστε.

Και μας αχρηστεύουν.
Στους δρόμους σκορπίστηκε η ζωή.
Αναλώθηκε σαν τη φωτιά.

Τα πρωινά αυτά
δεν φταίει ο αυχένας
ή η τενοντίτιδα.

Ούτε οι αναγούλες
ή οι υπογλυκαιμίες.

Δεν φταίνε τα παραμιλητά
των ξεχασμένων
στους δρόμους.

Ούτε οι κραυγές
στα εργοτάξια.

Φταίει αυτό το αόσμο πλήθος παντού.
Τα υποτιμητικά τους βλέμματα.

Αχρηστευόμαστε.
Μας απαξιώνουν.

Και τα στόματα, 
σάπια, κούφια,
και ανελέητα.
Καταβροχθίζουν 
τους ψυχισμούς.

Έτσι υπάρχουμε μεταξύ μας.

Έτσι υπάρχουν όλα γύρω.







Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

Λήθη



Σεπτέμβρης 2019.

Κατατρώγομαι.

Μέσα απο τα σπλάχνα μου,
αναδύονται
τα έντομα του καλοκαιριού.

Καλοκαίρι προς τα τέλη ή φθινόπωρο.

Μερικές φορές χειμώνας 
για κάποιες ώρες.
Μέσα Αυγούστου με μέσα Οκτώβρη.
Οι εποχές αυτές μπερδεύονται.

Σεπτέμβρης. Μαύρος.
Οι νεκροί μας καλούν.

Μέσα στην ηλιόλουστη υγρασία του Πειραιά,
ταλαντεύονται τα σίδερα των οχημάτων.

Βρισιές και κακοποιημένα σώματα.
Κακοποιημένα μάτια και χείλη.
Δέρματα και μυαλά.
Πτώματα αιωρούμενα ή σερνόμενα.

Η μνήμη ένα ψηφιδωτό
διασπάσεων προσοχής,
ανάμεσα σε κόρνες.

Έχω καιρό να σε δω.

Οι κινητήρες καταπίνουν
όλα τα στόματα
όλες τις λέξεις και τα πλάνα.

Πειραιάς - Ομόνοια.
Ιδρωμένες φανέλες.
Μουτζουρωμένα μανιακά δάχτυλα
πάνω σε οθόνες αφής.

Με καταχωνιάζει το γκρι στη βουή του,
εκεί σε ένα στενό,
της πιο κεντρικής πλατείας.

Δεν υπάρχουν σημάδια,
ένα χρόνο τώρα.
Δεν υπάρχει κραυγή.
Δεν υπάρχει τίποτα.

Μόνο μια βροχή τροπική
που δέρνει τα πλακάκια.

Πίσω απ'τα τοιχοκολλημένα
κολάζ
των νεκρών 
μας.






Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

ilvestä



Παρασυρμένοι στο σκοτάδι,
ψάχνουμε νοήματα.
Νοήματα καταρρέουν.
Η νόηση δεν φτάνει.

Τα αισθητήριά μας τεντωμένα.
Άγρια αιλουροειδή στο σκότος.

Σ'αυτό το έρεβος έμειναν οι μνήμες.
Τα μάτια της λήθης μας στοχεύουν.

Άγρια αιλουροειδή στο ψύχος.
Τρέμουν οι αισθήσεις μας
στην πιο βαθιά αναλγησία.

Άγρια αθώα νυκτόβια.
Δεν προσέχουν.
Ούτε στιγμή.
Τα νυχτερινά όπλα.
Που σημαδεύουν ανελλιπώς.

Ανάλαφρο και γρήγορο,
χάνεται το πάτημά μας,
μέσα στις σκιές.

Δορυφόροι αναζητούν το πέρασμά μας.
Το αίμα μας πλημμυρίζει,
μέσα σε ιστορίες όσων ξεχαστήκαν.

Στους νευρώνες μας 
απλώνονται
κωνοφόρα
δάση.

Κάτω από κίτρινα φώτα,
οι νιφάδες
χαϊδεύουν 
τα αισθητήριά μας.

Άγρια αιλουροειδή.
Αρχαίοι λύγκες.
Μικρές κοινότητες.

Φοβούνται την ύπαρξή μας.
Μας έχουνε για δαίμονες.
Μας στοχεύουν.
Μας στοχεύουν.

Κι εμείς,
με υπομονή,
και ένστικτο,
σκαλίζουμε σκοτάδια.

Μάχη με το χρόνο,
να βγούμε στα ξέφωτα,
κάτω απ'τα άγρια αστέρια,
άγρια αιλουροειδή,
να βρούμε τους κυνηγούς μας.


Και το αίμα τους

να πλημμυρίσει

τα εδάφη

που ξεχάστηκαν

τ'αδέρφια μας.







Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

τα φώτα των δρόμων. (Αλλοτρίωση vol.3)


Τα χέρια μένουν ασταθή,
μέσα σε μεσήλικες σιωπές.
Πίσω απο τους τοίχους
υγρασία που διεισδύει στις αρθρώσεις.

Τα πλάσματα της νύχτας
κατοικούν στο μυαλό.

Κι αυτός ο χειμερινός ο ήλιος τα ενοχλεί.
Εθισμένος κατοικώ στην παραζάλη του.

Όλο λείπω.
Κόσμος κοιτάει να λείπω.
Κόσμος κοιτάει.
Το κενό κουνιέται μπροστά τους.

Ανάμεσα στα λαμπιόνια των μαγαζιών
χάνονται τα μάτια στη θαμπάδα.

Οι φίλοι φώτα.
Οι φίλοι απένταροι.
Οι φίλοι κουρασμένες κουβέντες στο κρύο.

Αποχαιρετιόμαστε σαν κατάδικοι
σ'έναν αέρα αγρίμι.

Κόσμος μας κοιτάζει να λείπουμε.
Παρακολουθούν τις απουσίες μας.

Τα παλιά μας μπουφάν στα στενά
μια αγκαλιά στοργικό ύφασμα
που δεν αντέχει μαχαιρώματα.

Οι νύχτες μαχαιρώματα.
Και η νύχτα ύφασμα.
Εκπαιδεύει τα πλάσματά της
να κατοικούν στο μυαλό.

Τα χέρια στις τσέπες ψάχνουν γαλαξίες.
Με μανία ξύνουν το ύφασμα.

Τα αμάξια πίσω απ'τη λεωφόρο αναζητούν θύματα.
Ένας άλλος κόσμος εκτείνεται.
Πίσω απ'τα μπαρ τα βλέμματά τους ακολουθούν τις κινήσεις μας.

Κάτω απ'τη λεωφόρο παλεύω
να ξεχυθώ
να μάθω.

Και το βράδυ,
τα φώτα των δρόμων,
στέκονται θαμπά
και κόντρα: 
Νυχτερινά φώτα του χειμώνα.

Δικάζουνε: 
Εμάς,
το σκοτάδι,
τις απουσίες.





----

υγ1: Αλλοτρίωση 

υγ2: Αλλοτρίωση vol.2

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

για συμπλήρωμα


Ελπίζω.

Ελ_πήζω.
Πρήζω.
Επιζώ.
Πάλι πήζω.
Παραλληλίζω
Πληγή είμαι.
Παγώνω.
Πελαγώνω.

Στα πελάγη,
άγω
αγωνίες
αγνώριστες
αγνώμων
αγκομαχώ
ασφυκτιώ
με σφυγμό
σφύζω
σφαιρικότητα
σφαγής
των selfies σέλφις.

Σαν αίλουρος,
ελίσσομαι.
Ελικοειδώς
ελέγχω
σαν ηλιοτρόπιο
την τροπή
του τρόμου
τετραγωνικά
τεμαχισμένος
τετριμμένα
στην τριβή
[παρα]-τεταγμένος
σαν tetris τέτρις.

Δέκτης διαδοχικών δογμάτων.

Τις νύχτες φαντασιώνομαι φαντάσματα -στο έτσι-
για να συμπληρώνω τα συντρίμμια της ύπαρξης

-της υφαρπαγής
των χρόνων
και των αισθήσεων
της μεταμεσονύκτιας
νιότης.



Αυτό γράφτηκε με το μολύβι σου.
Το συνδετικό μέσο.
Για να πω κάτι για την κοινή μας αγωνία.






Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

μωβ.



Κατοικείς μες το μωβ.
Το μυαλό σου σύννεφο.
Μολύνεσαι πάνω απο πόλεις.
Μωβ.

Γκρεμοτσακίζεσαι.
Διαλύεσαι μέσα στο νερό.
Κατοικείς στο ρυθμό.
Το κεφάλι μου ανακουφίζεις.
Μέσα στο μωβ.

Ιος. Εξαπλώνεσαι.
Απ'το Μεσαίωνα στο μωβ.
Είσαι στο 2050.
Πεθαίνεις και θα υπάρξεις.
Μέσα στο μωβ.

Νυχτερίδα που κλαίει στο στομάχι μου.
Πεταλούδα μωβ και νυχτερίδα.

Νύχτα-νυκταλγία-νύξη:
Στην Ιστορία.
Στροβιλίζεσαι σαν χνότα,
παρασέρνεις τα χόρτα,
τα χορτάρια,
τα λιοντάρια.

Τίποτα δεν έμεινε εδώ.
Σκελετοί και πλακάκια:
εγώ,
εσύ,
το μωβ.

Τα μάτια σου αποκλεισμένα.
Τίποτα δεν έμεινε εδώ.
Εσύ.
Εγώ.
Το μαύρο και το μωβ.






Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Απομείναμε..



Μέσα σ'αυτήν την ψυχρή κατατονία,
τριγυρνάμε αδέξια,
σαν κακοποιημένοι τσαρλατάνοι.

Τρεμάμενοι κακοποιοί,
τρελαμένοι με κακώσεις.
Μετά απο τα σούτια.

Νευρικά γέλια και παραμιλητά.

Μιλάμε μόνοι στους τοίχους
και ο κλοιός μας είναι μέγγενη στο κεφάλι.

Παραμιλάμε μόνοι.

Είμαστε σκιάχτρα,
που μιλάνε
με τα χτικιά τους.

Είμαστε απομονωμένες.
Που κάνουν συνομιλίες με τους νεκρούς τους.

Μπάσταρδα, μαλακισμένα και κυνικά.

Γελάμε 
γελάμε 
τρελαμένα.

Εξαφανιζόμαστε από τον κόσμο.

Κάτω από της πόλης τα μνημεία
ο όχλος 
μας θέλει νεκρούς.

Πρωτόγονα ένστικτα,
κραυγές
από
μάγισσες: 

Έτσι 

-θλιβερά-

εξαϋλωνόμαστε
μία-μία.